ποντικοφωλιά

ποντικοφωλιά
η, Ν
φωλιά ποντικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποντικοφωλιά — η φωλιά ποντικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυωνιά — μυωνιά, ἡ (Α) 1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα 2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. τού μῦς «ποντικός» + κατάλ. ιά (πρβλ. ἰων ιά < ἴον)] …   Dictionary of Greek

  • μυωξία — μυωξία, ἡ (ΑΜ) [μυωξός] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”